ποτίταγμα

ποτίταγμα
-άγματος, τὸ, Α [ποτιτάσσω]
(δωρ. τ.) το πρόσταγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”